- νευροποιητικός
- νευρο-ποιητικός, ή, όν,A making sinews, Gal.Nat.Fac.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευροποιητικός — νευροποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που δημιουργεί νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ] … Dictionary of Greek
νευροποιητικῇ — νευροποιητικός making sinews fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek